πρωκτός

πρωκτός
Το εξωτερικό στόμιο του ορθού, από το οποίο αποβάλλονται τα κόπρανα του ανθρώπου και των περισσότερων ζώων. Ο π. αποτελεί έναν αγωγό με μήκος 1½-2 εκ. που διαστέλεται. Σχηματίζεται μέσα στο οπίσθιο περίνεο, μπροστά από τον κόκκυγα και, στο βάθος, ανάμεσα στους γλουτούς. Η περιφέρεια του π. έχει ακτινοειδείς πτυχές. Ο π. περιβάλλεται από δύο μυικές στιβάδες· τον έσω σφιγκτήρα και τον έξω σφιγκτήρα, οι οποίοι συγκρατούν τα κόπρανα. Στην περιοχή γύρω από τον π. υπάρχει κυτταρολιπώδης ιστός, αγγεία και νεύρα. Στον π. εμφανίζονται συρίγγια, ραγάδες, αποστήματα και όγκοι. Συνηθισμένη πάθηση του π. είναι οι αιμορροΐδες. Άλλη πάθηση είναι η πρωκτίτιδα, φλεγμονή του π. και του κατώτερου άκρου του απευθυσμένου. Η γονοκοκκική πρωκτίτιδα μπορεί να προέρχεται από παραφύση συνουσία με μολυσμένο με γονόκοκκο άτομο, μπορεί όμως στις γυναίκες να οφείλεται σε αυτομόλυνση από γονοκοκκικά μολυσμένα υγρά του κόλπου. Σοβαρή νόσος του π. είναι και η πρωκτοκήλη.
* * *
ο, ΝΜΑ
το τελικό τμήμα και στόμιο τού πεπτικού σωλήνα τών σπονδυλοζώων και πολλών ασπονδύλων, το οποίο στον άνθρωπο περιλαμβάνει τον πρωκτικό σωλήνα, δηλαδή την περινεϊκή μοίρα τού ορθού, και τον καθαυτό πρωκτό, τον δακτύλιο, το πέρας τού παχέος εντέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού ή λαϊκού λεξιλογίου, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *prōkt-: *prәkt- ή *prkt- «πρωκτός» και συνδέεται με το αρμενικό erastan-k' «πρωκτός» (με επίθημα -an)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωκτός — anus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτός — ο το κάτω άκρο του απευθυσμένου, ο δακτύλιος, η έδρα, αλλ. κώλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωκτοῦ — πρωκτός anus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτούς — πρωκτός anus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτῶν — πρωκτός anus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτῷ — πρωκτός anus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτόν — πρωκτός anus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμόπρωκτος — θερμόπρωκτος, ον (Α) αυτός που επιζητεί πρωκτική ευνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πρωκτος (< πρωκτός), πρβλ. ευρύ πρωκτος] …   Dictionary of Greek

  • συκόπρωκτος — ον, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αιμορροΐδες στον πρωκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, λακκό πρωκτος)] …   Dictionary of Greek

  • χαυνόπρωκτος — ον, Α (κωμική λ.) κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, εὐρύ πρωκτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”